Ίδρωνε… πιο πολύ… ώρα με την ώρα ίδρωνε πιο πολύ. Έπαιρνε τις γεμάτες κούτες και τις φόρτωνε στην πλάτη του και μετά κατέβαινε τα σκαλιά με κόπο.
Και όταν αυτός κατέβαινε για να τις φορτώσει στο φορτηγό ανέβαινε ο άλλος.Και οι δύο νέοι και γεροδεμένοι. Τα σκαλιά ήταν πολλά και η ζέστη αφόρητη. Από το πολυτελές διαμέρισμα μετακόμιζε εκείνος ο ηλικιωμένος τύπος με την κοιλιά και τις παχιές τσέπες. Η νεαρή γυναίκα του, που πρέπει να την έριχνε καμιά εικοσαριά χρόνια, ξεσκόνιζε τα άδεια ράφια της κουζίνας. Ήταν ντυμένη στην τρίχα, με χτενισμένα μαλλιά και βαμμένα νύχια. Δεν μιλούσε πολύ, έριχνε μόνο κάτι κλεφτές ματιές στους δύο νεαρούς χαμάληδες.
Ήταν και οι δυο ψηλοί με γεροδεμένα σώματα. Και ήταν καταϊδρωμένοι. Είχε ανάψει. Είχε αρχίσει να γίνεται νευρική. Ο παππούς που είχε πάρει για σύζυγο δεν την άφηνε να πολυμιλάει και να πολυβγαίνει. Ήταν ζηλιάρης και ανίκανος. Είχε περάσει καιρός που την καβαλούσε. Που και που, όταν πια δεν άντεχε άλλο, άφηνε την αηδία της στην άκρη, του τον σήκωνε και καθόταν πάνω του. Για πέντε λεπτά ένιωθε και πάλι γυναίκα όμως μετά, αφότου ο γέρος ξερόχυνε, βλαστημούσε την ώρα που της μπήκε η ιδέα να τον ερεθίσει.