Η πεθερά μου η καυλιάρα
Ενα μεσημέρι που γυρνάω από την δουλειά η πόρτα της πεθεράς μου ήταν ανοιχτή και μπήκα να πω ένα γεια όπως συνήθως. (η γυναίκα μου ήταν και αυτή στην δουλειά και τυχαία εκείνη την μέρα είχε πάρει και την κόρη μου μαζί) . Κοιτάω στο σαλόνι κανείς , στην αυλή κανείς και φαντάστηκα ότι θα είχε πεταχτεί στον φούρνο για ψωμί μέχρι που άκουσα θόρυβο από το δωμάτιο της. Πάω προς το δωμάτιο της να την δω και την βλέπω με γυρισμένη την πλάτη προς την πόρτα και ολόγυμνη (εν τω μεταξύ δεν με είχε ακούσει) , μόλις είχε βγει από το μπάνιο και ετοιμαζότανε να ντυθεί μέχρι που με είδε από τον καθρέφτη γύρισε προς το μέρος μου και έμεινε κάγκελο όπως και εγώ βέβαια από το θέαμα. Εδώ θα θελα να σημειώσω ότι δεν είναι και καμία γυναικάρα η πεθερά μου αλλά έχει πιασίματα και κάτι βυζόμπαλα σαν πεπόνια. Τρελάθηκε δεν ήξερε τι να κάνει . Πήρε την πετσέτα του μπάνιου και την γύρισε γύρω της αλλά ήταν κατακόκκινη.
Πως μπήκες μου λέει ?
Ηταν ανοιχτή η πόρτα της απαντάω και είπα να πω ένα γεια.
Να ξέρεις μου λέει δεν περίμενα ότι θα έρθει κάποιος τόσο νωρίς και μπήκα να κάνω ένα μπανακι αλλά ξέχασα να κλείσω την πόρτα.
Εντάξει της λέω μην κανείς έτσι δεν έγινε και τίποτα φοβερό.
Εεε... Να ντρέπομαι που με είδες έτσι αλλά αφού έγινε τώρα τι να κάνουμε .
Οτι θες της λέω. Μήπως θες να σε βοηθήσω ?
Μα τι λες τώρα αγόρι μου πως...