Η βροχή έπεφτε απαλά στα παράθυρα, δημιουργώντας έναν ήχο που έμοιαζε να συγχρονίζεται με την καρδιά μου. Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο μόνο από ένα χαμηλό πορτατίφ, που άφηνε το μισό στο σκοτάδι, κάνοντας τις σκιές να φαίνονται ζωντανές.
Εκείνη μπήκε μέσα χωρίς να πει λέξη. Τα μαλλιά της, ελαφρώς βρεγμένα, έπεφταν στους ώμους της, και το βλέμμα της ήταν γεμάτο αυτοπεποίθηση – ένας συνδυασμός που με έκανε να μην μπορώ να πάρω τα μάτια μου από πάνω της. Φορούσε ένα απλό μαύρο φόρεμα, αλλά ο τρόπος που το ύφασμα αγκάλιαζε το σώμα της ήταν κάτι παραπάνω από δελεαστικός.
Δεν χρειάστηκαν λόγια. Η ένταση μεταξύ μας είχε ήδη χτίσει έναν κόσμο μόνο για εμάς. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου, και το άρωμά της με τύλιξε – κάτι λουλουδένιο, με μια υποψία πικάντικου, που μου έκοψε την ανάσα.
«Άργησες,» είπα, η φωνή μου πιο βραχνή απ’ όσο περίμενα.
«Ξέρω,» απάντησε ψιθυριστά, και ο τρόπος που το είπε, με εκείνη τη μικρή χροιά πρόκλησης, ήταν αρκετός για να σβήσει κάθε σκέψη λογικής.
Τα μάτια της κλείδωσαν στα δικά μου, και η απόσταση μεταξύ μας μειώθηκε με κάθε της βήμα. Όταν ήταν πια τόσο κοντά που μπορούσα να νιώσω τη ζεστασιά του σώματός της, τα χέρια της ανέβηκαν αργά στο στήθος μου, αφήνοντας μια αίσθηση που μου προκαλούσε ρίγη.
«Πες μου τι σκέφτεσαι,» ψιθύρισε, και η ανάσα της χάιδεψε το λαιμό μου.
Αντί για απάντηση, έπιασα το χέρι της και το έφερα στα χείλη μου. Ένα φιλί στην παλάμη της, ένα που την έκανε να ανατριχιάσει ολόκληρη. Τα μάτια της μισόκλεισαν, και το βλέμμα της γέμισε προσμονή.
Δεν μπορούσα να περιμένω άλλο. Έφερα το χέρι μου πίσω από τον αυχένα της, τραβώντας την απαλά προς το μέρος μου. Τα χείλη μας συναντήθηκαν, και η ένταση που είχε γεμίσει το δωμάτιο μέχρι εκείνη τη στιγμή ξέσπασε σαν καταιγίδα. Το φιλί μας ήταν βαθύ, γεμάτο πάθος και ανυπομονησία.