Η κόρη του προϊσταμένου μου
«Ψάχνω τον κύριο Παρασκευόπουλο μου είπε. «Είμαι η κόρη του».
Δεν της απάντησα αμέσως όχι γιατί δεν γνώριζα τον κύριο Παρασκευόπουλο, αφού είναι προϊστάμενος του λογιστηρίου και φυσικά δικός μου, αλλά γιατί έμεινα με το στόμα ορθάνοιχτο να θαυμάζω αυτό το υπέροχο πλάσμα. Τα μάτια μου καρφώθηκαν στο μουτράκι της. Ένα θαυμάσιο πανέμορφο μουτράκι με δύο υπέροχα γαλάζια ματάκια που μέσα τους καθρεφτιζόταν ταυτόχρονα η πονηριά κι η αθωότητα. Τα μαλλιά της ολόισια και μακριά χύνονταν σαν χρυσός καταρράκτης πάνω στους γυμνούς της ώμους ενώ τα χειλάκια της κατακόκκινα έμοιαζαν σαν λίγο πριν να ‘χε φάει κεράσια.
Με κοίταξε παραξενεμένη που τόση ώρα δεν της απάντησα σε μια τόσο απλή ερώτηση. Θα νομίζει, σκέφτηκα, πως είμαι κανένας ηλίθιος.
«Ναι πως», της απάντησα κομπιάζοντας. «Ο κύριος Παρασκευόπουλος εργάζεται εδώ σ’ αυτό το γραφείο αλλά είναι καμιά ώρα που ‘φυγε. Παρασκευή σήμερα και…».
Όση ώρα της μιλούσα το πανέξυπνο μουτράκι της ερευνούσε το γραφείο.
«Κρίμα», απάντησε. «Τον ήθελα για κάτι σημαντικό. Θ’ αναγκαστώ να τον δω το βράδυ σπίτι. Ελπίζω να μην σας καθυστέρησα κύριε Σταύρο».
Έκανε μεταβολή και ετοιμαζόταν να φύγει. Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκα. Αυτό το μουνάκι δεν πρέπει να πάει χαμένο χωρίς τουλάχιστον να δώσω μάχη.
«Δεσποινίς» της φώναξα. Γύρισε και μου ’ριξε ένα βλέμμα που με αναστάτωσε.
«Που ξέρετε ότι με λένε Σταύρο;» τη ρώτησα γεμάτος περιέργεια.
«Μα σας είπα», μου απάντησε ανασηκώνοντας τους υπέροχους ώμους της. «Ο κύριος Παρασκευόπουλος, ο προϊστάμενός σας είναι πατέρας μου. Σπίτι μιλάει τακτικά για σας».
Η περιέργειά μου τινάχτηκε στα ύψη. Αυτός ο εκπληκτικός μούναρος ήξερε για μένα κι εγώ μέχρι πριν λίγο αγνοούσα την ύπαρξή του.
«Και τι λέει για μένα ο πατέρας σας;» τη ρώτησα με καμάρι.
Έκανε μερικά βήματα και στάθηκε δίπλα στη δερμάτινη πολυθρόνα. «Αρκετά», μου αποκρίθηκε. «Τόσα που θα μας έπαιρναν αρκετές ώρες για να τα απαριθμήσω. Αν και τα περισσότερα δεν είναι κολακευτικά. Ξέρετε τώρα εσείς τι γνώμη έχουν οι προϊστάμενοι για τους υφιστάμενους τους. Σας λέει για παράδειγμα τεμπέλη, ανεπρόκοπο και τσαπατσούλη».