Η ιστορία του Μάνου του νεαρού που ήταν επιδειξίας (ή μήπως δεν ήταν) και της Έλενας που ήταν παρθένα. Η ιστορία ξεκίνησε όταν ο Μάνος άθελά του την είδε να αυτοϊκανοποιείται και στη συνέχεια να καπνίζει. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή...
Κάθε μέρα γινόταν το ίδιο πράγμα. Μόλις γύριζε στο σπίτι και αφού ήταν μόνος του έτρεχε στο δωμάτιό του. Κλεινόταν και άνοιγε τις κουρτίνες της μπαλκονόπορτας. Έβγαζε τα ρούχα και μένοντας μόνο με τα εσώρουχα άρχιζε να την παίζει ελαφρά μέχρι να γίνει πύραυλος. Στη συνέχεια κρυβόταν πίσω από το παράθυρο και περίμενε.

Περίμενε μέχρι κάποια γειτόνισσα να βγει στο μπαλκόνι ή στην ταράτσα να απλώσει την μπουγάδα της. Μόλις εμφανιζόταν, πέταγε ότι μικροαντικείμενο έβρισκε ώστε να ακουστεί ένας θόρυβος. Μόλις η γειτόνισσα γύριζε το βλέμμα της προχωρούσε τσίτσιδος μπροστά από την ανοιχτά μπαλκονόπορτα με το παπάρι εν πλήρη στύση και κατευθυνόταν προς την ντουλάπα όπου φόραγε τα εσώρουχά του, κοιτάζοντας να δει αν τον είδε η γειτόνισσα. Αν τον είχε δει είχε σημειώσει επιτυχία. Αν όχι – και αυτό ήταν το πιο πιθανό – ξαναπροσπαθούσε. Όταν τελικά κατάφερνε να δει το γεμάτο με έκπληξη πρόσωπο της γειτόνισσας αποσυρόταν στο παράθυρο και την έπαιζε μέχρι να τελειώσει.

Χιλιάδες τρόπους σκαρφιζόταν για να προκαλέσει την προσοχή. Μερικές φορές τηλεφωνούσε (τότε δεν υπήρχε αναγνώριση κλήσης) μόνο και μόνο για να πάει η γειτόνισσα να σηκώσει το τηλέφωνο που ήταν στο τραπεζάκι κάτω από το παράθυρο με την ανοιχτή κουρτίνα.

Το κόλπο το είχε ξεκινήσει από το καλοκαίρι στο εξοχικό. Ήταν ένα ισόγειο διαμέρισμα σε ένα δρόμο με πολύ μεγάλη κίνηση πεζών. Εκεί άνοιγε τα πατζουρόφυλλα και τα τζάμια λειτουργούσαν ως καθρέφτες. Μόλις φαινόταν κάποια να περνάει, κατέβαζε το μαγιό και έκανε πως το φορούσε. Αν η ανυποψίαστη έριχνε μια ματιά στο ανοιχτό παράθυρο, έβλεπε το νεαρό με το σηκωμένο κατάρτι που προσπαθούσε να φορέσει το μαγιό του. Η συνέχεια είναι γνωστή.

Πέρασε όμως ο καιρός της μαλακίας και βρέθηκε στην άλλη πόλη για να σπουδάσει. Το δωμάτιό του, που ήταν στο πρώτο όροφο, έβλεπε στον ακάλυπτο. Απέναντι έμενε μια οικογένεια που είχε δυο κόρες. Το δωμάτιο των κοριτσιών ήταν απέναντι από το δικό του, αλλά ισόγειο.
Ένα βράδυ, θα ήταν περασμένα μεσάνυκτα και ήταν μόνος στο δωμάτιο ακούγοντας το αγαπημένο του “Wish you were here” και έπινε ένα Gordon’s. Το φως το είχε σβηστό για να κάνει ατμόσφαιρα, εξάλλου περίμενε και τον συγκάτοικο να έρθει για να βγούνε ή να φέρει τις φίλες τους και να παίξουν με τα παιχνίδια τους.

Το δωμάτιο των κοριτσιών είχε φως και μπορούσε να δει ότι μέσα ήταν μόνο η μεγάλη που υποτίθεται ότι διάβαζε – πήγαινε στην τελευταία τάξη του Λυκείου – αλλά στην πραγματικότητα έβλεπε τηλεόραση. Η κουρτίνα είχε ένα μικρό άνοιγμα και μπορούσε να δει ότι η πιτσιρίκα φορούσε μόνο ένα κυλοττάκι και το νυχτικό της. Πρόσωπο δεν έβλεπε άλλα έβλεπε καθαρά τις γάμπες και το στήθος της όπως αυτό διαγραφόταν κάτω από το νυχτικό και πίσω από την διαφανή κουρτίνα.

Η μικρή είχε συλληφθεί αρκετές φορές στο παρελθόν να ρίχνει κλεφτές ματιές προς το δωμάτιο και στη συνέχεια να τραβάει τις κουρτίνες και να γδύνεται ξέροντας ότι την έβλεπε.

Εκείνο το βράδυ η μικρή νόμιζε πως δεν ήταν κανείς στο σπίτι των νεαρών αφού όλα τα φώτα ήταν σβηστά. Ξαφνικά άρχισε να χαϊδεύει το στήθος της και στη συνέχεια το χέρι της κατέβηκε και ακούμπαγε το γατάκι της πάνω από το νυχτικό. Μετά από λίγο πέρασε το χέρι από μέσα και σε άρχισε ένα τρίψιμο με ρυθμό που αργά αλλά σταθερά συνεχώς επιταχυνόταν.

Ο συγκάτοικος χτύπησε το κουδούνι αλλά ο φίλος του είπε ότι βαριόταν και δεν θα έβγαινε. Έτσι έμεινε να παρακολουθεί το θέαμα που του θύμισε τι έκανε αυτός. Χωρίς να το συνειδητοποιήσει έβγαλε το παντελόνι και άρχισε να χαϊδεύει το τερατάκι του συμμετέχοντας στην αγωνία της νεαρής γειτόνισσας. Δυστυχώς για αυτόν η γειτόνισσα τελείωσε πρώτη και σηκώθηκε να πάει στο μπάνιο. Μετά όμως από πέντε λεπτά γύρισε και με σβηστό το φως άνοιξε την μπαλκονόπορτα και βγήκε έξω με ένα τσιγάρο στο χέρι.

Ο νεαρός, έχοντας εγκαταλείψει την προσπάθεια λόγω της απουσίας στο μπάνιο της μικρής, είχε στο μεσοδιάστημα ντυθεί και άνοιξε την μπαλκονόπορτα όσο πιο αθόρυβα μπορούσε.

-    Καλησπέρα, της ψιθύρισε.
Φανερά αναστατωμένη η μικρή πέταξε το τσιγάρο και κοίταξε προς το μέρος του.
-    Γιατί το πετάς;
-    Πανικοβλήθηκα! Του είπε.
-    Τι διαβάζεις; Την ρώτησε.
-    Χημεία, έχω διαγώνισμα στο φροντιστήριο αύριο.
-    Πως σου φαίνεται;
-    Δύσκολα. Πολύ δύσκολα.
-    Πως σε λένε;
-    Έλενα. Εσένα σε φωνάζουν κούκο αλλά είναι παρατσούκλι. Έτσι δεν είναι;
-    Μάνο με λένε αλλά με φωνάζουν κούκο γιατί μου αρέσει ο κούκος στην πόκα.
-    Δεν ξέρω πόκα, αλλά ούτε και μου αρέσουν τα χαρτιά.
-    Δεν σε έχω δει να καπνίζεις.
-    Δεν καπνίζω. Απλά ανάβω κανένα όταν ζορίζομαι.
-    Γιατί δεν συνεχίζεις;
-    Δεν έχω άλλο.

Άνοιξε το πακέτο και της πέταξε ένα τσιγάρο.
-    Πάρε.
-    Ευχαριστώ. Τι σπουδάζεις;
-    Ηλεκτρολόγος.
-    Εγώ θέλω Φυσικό αλλά και ΤΕΙ να περάσω καλά θα είναι.
-    Άμα νομίζεις, μπορώ να σε βοηθήσω.
-    Έλα να γράψεις για μένα αύριο.
-    Και γιατί να γράψεις; Αν δεν θέλεις μπορείς να το αποφύγεις.
-    Πως;
-    Έχεις ακούσει την λέξη «κοπάνα»; Μπορώ να σε βοηθήσω σε αυτό.
-    -Αυτό εννοούσες όταν έλεγες να με βοηθήσεις;
-    Όχι μόνο.
-    Τι άλλο;
-    Να τα πούμε αύριο από κοντά;

Χαμήλωσε το κεφάλι και τράβηξε μια βαθιά τζούρα.
-    Έξω από το Χάμστερ στις 8. Καληνύχτα τώρα.
Έσβησε το τσιγάρο της και μπήκε μέσα κλείνοντας την μπαλκονόπορτα και τραβώντας τις κουρτίνες.


Ο Μάνος έμεινε λίγο ακόμα στο μπαλκόνι. «Λες να ήξερε ότι την έβλεπα η πουτανίτσα;» Σκέφτηκε. Θα δούμε αύριο.

Μπήκε μέσα και αφού φόρεσε μπουφάν πήρε το κράνος του και κατέβηκε στο δρόμο. Καβάλησε την μηχανή του και πήγε στο στέκι. Ο συγκάτοικός του ο Άρης ήταν εκεί με δυο ακόμα φίλους και μια γκομενίτσα που δεν την ήξερε.
Ζήτησε συγνώμη από την παρέα και τράβηξε τον Άρη διακριτικά παραπέρα.

-    Αύριο θα λείπεις από τις 8 ως τις 11.
-    Έχουμε τίποτα καλό;
-    Θα δούμε.
-    Εντάξει ρε φίλε. Πάμε να κάτσουμε. Την είδες την Ανθούλα; Μιλάμε για Ούφο ολκής.

Ο Μάνος κάθισε λίγο και έφυγε. Η εικόνα της Έλενας να μαλακίζεται δεν έφευγε από το μυαλό του. Κάθε τόσο χανόταν στις σκέψεις του και ερεθιζόταν.
Τελικά συμπέρανε ότι τον είχε πάρει είδηση και το έκανε επίτηδες.

Την άλλη μέρα στις 8:05 ήταν έξω από το Χάμστερ καβάλα στη μηχανή του. Η Έλενα έφτασε μετά από ένα λεπτό και μετά από μια καλησπέρα ανέβηκε στην μηχανή και του είπε να φύγουν.
Της πρότεινε να πάνε σπίτι του και μετά την απαραίτητη άρνηση δέχτηκε.

Ανέβηκαν γρήγορα επάνω σιγά- σιγά και μπήκαν στο σπίτι.
-    Τι θα πιείς;
-    Τίποτα. Αν έχεις αναψυκτικό.
-    Ένα Gordon’s είναι ότι πρέπει.
-    Τι είναι αυτό;
-    Δοκίμασε. Σε σένα έβαλα λίγη sprite.
-    Μην ανάψεις φως, βλέπουμε με αυτό της κουζίνας. Ξέρεις, φοβάμαι μη με δουν.

Αυτό ήταν η επιβεβαίωση. Τώρα ο Μάνος ήξερε. Το πάει το γράμμα η μικρή. Έβαλε μουσική και ξάπλωσε στο κρεβάτι δίπλα στη μικρή. Έβγαλε ένα τσιγάρο και της πρόσφερε αλλά εκείνη αρνήθηκε.

-    Πολύ ωραίο κομμάτι! Τι είναι;
-    Pink Floyd. Wish you were here. Αυτό άκουγα χθες. Το άκουγα την ώρα που διάβαζες.

Παρόλο το σκοτάδι το κοκκίνισμα ήταν έντονο και δεν κρυβόταν.
-    Θα μου βάλεις άλλο ένα;
-    Πρώτα θα διαπιστώσω ότι δεν έχεις μεθύσει για να μην έχεις να πεις ότι σε μέθυσα.

Πλησίασε τότε και την φίλησε.
Τι φλόγα ήταν αυτή! Η μικρή δεν έλεγε να σταματήσει ακόμα και όταν της δάγκωσε ελαφρά τη γλώσσα. Με τα χείλη πάντα ενωμένα η παλάμη του χούφτωσε το μικρό της βυζί όπου κατάλαβε ότι η ρώγα της είχε ήδη γίνει κάγκελο.
Με το άλλο χέρι ακούμπησε το γόνατό της και αργά-αργά πλησίαζε μπούτια και το ξαναμμένο μουνάκι της.

Χωρίς την παραμικρή αντίσταση η μικρή άρχισε να φιλάει τον λαιμό, το μάγουλο και το αυτί του Μάνου βγάζοντας σιγανά ηδονικά βογκητά.
Το χέρι του πλέον πίεζε πάνω από το παντελόνι το μουνάκι της και ένιωθε τη λαβα που έβγαζε. Ψιθυρίζοντας και αυτός στο αυτί της ένα «σε θέλω» άρχισε να την φιλάει στο λαιμό και να ξεκουμπώνει το πουκάμισό της.

Συνέχισε να την φιλάει στο λακκάκι του λαιμού, στο στήθος και όταν έλυσε το σουτιέν άρχισε να γλύφει τις ρώγες της.
Η μικρή είπε ένα «όχι» αλλά συνέχισε να βογκάει.
Ο Μάνος αργά και σταθερά κατέβηκε στο αφαλό και προχωρούσε. Η μικρή έλυσε την ζώνη του παντελονιού της και άφησε τον Μάνο να της το βγάλει.

Όταν ο Μάνος έβγαλε και το δικό του παντελόνι η Έλενα κοίταξε αμήχανα το γεμάτο περιεχόμενο σλιπάκι του. Της πήρε το χέρι και το έβαλε πάνω από το σλιπάκι στον κατακαυλωμένο πούτσο του. Ο τρόπος αφής της αλλά και η εν γένει αντιμετώπιση του θεάματος τον έπεισαν ότι η μικρή ερχόταν για πρώτη φορά σε τόσο κοντινή επαφή με το άλλο φύλο.

Γρήγορα ο Μάνος της αφαίρεσε όλα τα ρούχα -καθώς και τα δικά του- και την οδήγησε κάτω από το σεντόνι.

-    Μη λες τίποτα και κάνε ότι κάνω… της ψιθύρισε στο αυτί.

Το χέρι του χάιδεψε την υγρή κλειτορίδα της απαλά ενώ τα χείλη του φιλούσαν εναλλάξ τις ρώγες της. Στη συνέχεια της σήκωσε τα πόδια βάζοντας τα στους ώμους του και άρχισε να γλύφει το τρυφερό της μουνάκι που είχε πλημμυρίσει από τα υγρά της. Της έγλυφε την κλειτορίδα και αυτή προσπαθούσε να πνίξει τα ουρλιαχτά της. Της ρούφαγε την κλειτορίδα ενώ με τα δάχτυλα του της άνοιγε τα μουνόχειλα και της έχωνε την γλώσσα του στο μουνάκι της και αυτή τρελαινόταν.

Μετά έπαιξε το καυλί του στα μουνόχειλα της για να υγρανθεί αργά αλλά σταθερά το έχωσε στο στενό της μουνάκι. Αυτή πόναγε και βόγκαγε, όσο τον έβαζε όλο πιο βαθιά μέσα της και ο πόνος μεγάλωνε και ουρλιάζοντας του έλεγε ότι πονάει αλλά της αρέσει και να μη σταματήσει. Όσο την γαμούσε αυτή δάγκωνε πότε το σεντόνι και πότε το λοβό του αυτιού του για να κρύψει τα ουρλιαχτά της.

Όταν κόντευε να χύσει τον έβγαλε και της τον έδωσε να του τον παίξει για να χύσει. Έτσι έχυσε στα χέρια της.
Μπήκαν μαζί στο μπάνιο και πλύθηκαν.

-    Θα μου μείνει αξέχαστο! Του είπε καθώς σκουπιζόταν. Τώρα όμως θέλω ένα τσιγάρο, ένα Gordon’s και να ξαπλώσουμε αγκαλιά στο κρεβάτι…