ΜΑΝΟΛΗΣ ΚΑΙ ΒΑΝΑ
Μια ξαφνική αναστάτωση από τα σπουργίτια που έκαναν χορό στο μπαλκόνι έκανε το κορίτσι να ξυπνήσει και να τεντωθεί. Η Βάνα άνοιξε τα μάτια της και για λίγο παρέμεινε ακίνητη. Τα χέρια της άρχισαν να χαϊδεύουν το δέρμα της. Οι σκέψεις τις πρέπει να γύριζαν σ' ένα από τα αγόρια που είχε γιατί η αναπνοή της επιταχύνθηκε και στο βρακάκι ανάμεσα στα πόδια εμφανίσθηκε μια υγρή γραμμούλα. Αργά, σαν να μην ήταν σίγουρη, κατέβασε λίγο το σλιπάκι της, και μετά, φέρνοντας τα γόνατα στη κοιλιά, το έβγαλε τελείως.
Ο ερεθισμός της μεγάλωνε από στιγμή σε στιγμή. Τα χέρια της εξερευνούσαν τρυφερά τα στήθη και το υπόλοιπο σώμα, σαν να μην ήταν δικά της χέρια, αλλά κάποιου άλλου. Η Βάνα άνοιξε τα πόδια της και τα δάκτυλά γλίστρησαν απαλά ανάμεσά τους, αγγίζοντας ελαφρά τις υγρές τριχούλες. Μια γαργαλιστική αίσθηση κυρίευσε το σώμα της καθώς αυτή συνέχιζε να χαϊδεύει γύρο από το απόκρυφο σημείο της και μετά με βελούδινο άγγιγμα ακούμπησε την κλειτορίδα. Με τρυφερές κινήσεις το κορίτσι διερευνούσε την ευαίσθητη σχισμούλα, μισοεισάγοντας τα δάκτυλα στο κόλπο της. Ο οργασμός δεν άργησε να έρθει. 1/4λα μέσα της σφίχτηκαν, μια αίσθηση σαν από ηλεκτρικό ρεύμα διαπέρασε το σώμα της και από το στόμα της βγήκε άθελα μια κραυγή απόλαυσης. Ανήμπορη να κινηθεί η Βάνα παρέμεινε για αρκετή ώρα έτσι, με τα πόδια ανοικτά και τα χέρια της να χαϊδεύουν τα στήθη της. Ο ήλιος κοντεύει να δύσει όταν η Βάνα θυμήθηκε ότι δεν είχε ποτίσει τα λουλούδια στον κήπο. Ντυμένη πρόχειρα σε ένα ανάλαφρο φουστανάκι άρπαξε το λάστιχο και άρχισε να μοιράζει νερό στα διάφορα φυτά πού υπήρχαν στο κτήμα. Ανυπομονώντας να τελειώσει είχε απορροφηθεί τόσο από την δουλεία της που δεν πρόσεξε έναν νεαρό που πλησίασε το φράχτη και την κοιτούσε.